αθροίσιμος

αθροίσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί να προστεθεί: Τα ομοειδή ποσά είναι αθροίσιμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αθροίσιμος — η, ο (Α ἀθροίσιμος, ον) [άθροιση] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αθροιστεί, να προστεθεί αρχ. αυτός που αναφέρεται στην άθροιση Ιδιαίτερα στη φρ. «ἀθροίσιμος ἡμέρα», ημέρα κατά την οποία οι πιστοί συγκεντρώνονται στην εκκλησία …   Dictionary of Greek

  • άθροιση — η (Α ἄθροισις και ἅθροισις) νεοελλ. πρόσθεση αρχ. συνάθροιση, συγκέντρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθροίζω (ή ἁθροίζω). ΠΑΡ. αθροίσιμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”